μοργκάνειος

μοργκάνειος
-α, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στον Ιταλό γιατρό και ανατόμο τού 17ου αιώνα Τζοβάνι Μπατίστα Μοργκάνι
2. φρ. «μοργκάνεια εξέταση»
ιατρ. η μεταθανάτια εξέταση ενός ατόμου που γίνεται με νεκροψία και νεκροτομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού G. Β. Μorgani + κατάλ. -ειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”